- ξυλοφορία
- ξῠλο-φορία, ἡ,A wood-carrying, Lys.Fr.325 S.II wood-offering, LXXNe.10.34(35).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοφορία — ξυλοφορίᾱ , ξυλοφορία wood carrying fem nom/voc/acc dual ξυλοφορίᾱ , ξυλοφορία wood carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφορία — ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) [ξυλοφόρος] μεταφορά ξύλων αρχ. προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ξυλοφορίας — ξυλοφορίᾱς , ξυλοφορία wood carrying fem acc pl ξυλοφορίᾱς , ξυλοφορία wood carrying fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφορίαν — ξυλοφορίᾱν , ξυλοφορία wood carrying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφόριος — ξυλοφόριος, ον (Α) [ξυλοφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων 2. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν… … Dictionary of Greek